- ᾠοθυτικά
- ᾠο-θῠτικά, τά,A = ᾠοσκοπικά, Suid. s.v. Ὀρφεύς, prob. in Zos.Alch.p.245 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ωοθυτικά — τὰ, ΜΑ τίτλος Ορφικού συγγράμματος, τα Ὠοσκοπικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν + θυτικός (< θύτης < θύω «θυσιάζω»)] … Dictionary of Greek
ωοσκοπικός — ή, ό / ᾠοσκοπικός, ή, όν, ΝΜΑ [ᾠοσκοπία] 1. το θηλ. ως ουσ. η ωοσκοπική ωομαντεία, ωοσκοπία 2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Ωοσκοπικά τίτλος συγγράμματος που αποδιδόταν στον Ορφέα και το οποίο αναφερόταν στην ωοσκοπία, αλλ. Ὠοθυτικά* νεοελλ. ο… … Dictionary of Greek